- ἰᾶσθαι
- ἰάομαιjpres inf mpἰάζωfut inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰάσθαι — ἰ̱άσθαι , ἰάζω perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aesculapius — AESCULAPIUS, i, Gr. Αἰσκληπιὸς, ου, (⇒ Tab. XIII.) 1 §. Namen. Es hieß dieser vermeynte Gott erst Epius, Gr. Ἤπιος, welches so viel, als gelinde oder sanft, bedeutet, entweder, weil er sehr sanftmüthiges Geistes war, oder gelinde Hände in seinen… … Gründliches mythologisches Lexikon
επιφάσκω — ἐπιφάσκω (Α) 1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.) 2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. τού φημί… … Dictionary of Greek
ιώμαι — (AM ἰῶμαι, άομαι) γιατρεύω κάποιον, τόν θεραπεύω, τού αποκαθιστώ την υγεία, τόν κάνω καλά αρχ. 1. (κυρίως για γιατρούς) περιποιούμαι 2. αντιδρώ, εξουδετερώνω κάτι («ἄκρατος ἰᾱται τὸ κώνειον», Πλούτ.) 3. διορθώνω, επιδιορθώνω («ἰᾱσθαι τὸ βλαβέν»,… … Dictionary of Greek